- λευκόλοφος
- λευκόλοφος, -ον (Α)1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκόλοφοςο λευκός λόφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκόλοφος — white crested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόλοφον — λευκόλοφος white crested masc/fem acc sg λευκόλοφος white crested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκολόφου — λευκόλοφος white crested masc/fem/neut gen sg λευκολόφας masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκολόφους — λευκόλοφος white crested masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκολόφῳ — λευκόλοφος white crested masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκολόφας — λευκολόφας, α, ὁ (Α) [λευκόλοφος] αυτός που έχει λευκό λοφίο … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
λευκολόφωι — λευκολόφῳ , λευκόλοφος white crested masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)